- αρρίζωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ' ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι' αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρριζώτου — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρριζώτων — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρίζωτοι — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)